- χαρτικά
- τα, Νχαρτιά και, γενικά, γραφική ύλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + κατάλ. -ικά, πληθ. ουδ. τής κατάλ. -ικός (πρβλ. γυαλ-ικά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτικά — τα το χαρτί και τα υλικά γραφής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτηρά — και χαρταρέα, ἡ, Α 1. φόρος σε χαρτί από πάπυρο 2. κόστος τού καταναλισκόμενου χαρτιού 3. (με περιλπτ. σημ.) χαρτιά, χαρτικά («γραφείου καὶ χαρτηρᾶς», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός επιθ. *χαρτηρός (< χάρτης + κατάλ.… … Dictionary of Greek
χαρτοβιβλιοπωλείο — το, Ν κατάστημα όπου πωλούνται χαρτικά και βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοβιβλιοπώλης. Η λ., στον πληθ. χαρτοβιβλιοπωλεῖα, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χαρτοπωλείο — το, Ν κατάστημα όπου πωλούνται χαρτικά και γραφική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
χαρτοβιβλιοπωλείο — το κατάστημα όπου πουλιούνται βιβλία και χαρτικά συνάμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτοβιβλιοπώλης — ο αυτός που πουλά βιβλία και χαρτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτοπωλείο — το κατάστημα όπου πουλιούνται χαρτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)